τσοντάρω

τσοντάρω
Ν
1. προσθέτω τσόντα
2. μτφ. συμβάλλω στην συμπλήρωση ενός χρηματικού ποσού («πρέπει να τσοντάρουμε όλοι για να μάς φτάσουν τα χρήματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zontare].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσοντάρω — τσοντάρω, τσόνταρα και τσοντάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσοντάρω — τσοντάρισα και τσόνταρα, τσονταρίστηκα, τσονταρισμένος 1. προσθέτω τσόντα (βλ. λ.), προσθέτω. 2. μτφ., συμπληρώνω χρηματικό ποσό για συμμετοχή στην εκπλήρωση κάποιου σκοπού: Τσοντάρισα κι εγώ στην ανέγερση της εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσοντάρισμα — το, Ν [τσοντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσοντάρω …   Dictionary of Greek

  • ενθεματίζω — (Α ἐνθεματίζω) ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω νεοελλ. συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω αρχ. βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”